-
1 вовремя
вовремя στην ώρα, έγκαιρα, επίκαιρα' не \вовремя παράκαιρα* * *στην ώρα, έγκαιρα, επίκαιραне во́время — παράκαιρα
-
2 кино
кино с 1) η κινηματογραφία 2) (помещение) о κινηματογρά φος, το σινεμά 3) (картина) η κινηματογραφική ταινία, το φιλμ \кино актёр м, \кино актриса ж ο, η ηθοποιός κινηματογράφου \кино аппарат м η κινηματογραφι κή μηχανή \киножурнал м τα επίκαιρα \кино звезда ж το σταρ, ο αστέρας κινηματογράφου \кино камера ж η κινηματογρα φική μηχανή \кино комедия ж η κινηματογραφική κωμωδία \кино оператор м о οπερατέρ \кино плёнка ж το κινηματογραφι κό φιλμ, η ταινία \кино режиссёр м о σκηνοθέτης κινηματογρά φου \кино студия ж το στούντιο, το κινηματογραφικό εργαστή ριο -сценарий м το σενάριο \кино съёмка ж το γύρισμα ται νίας, η κινηματογράφηση \кино театр м см. кино 2 \кинофестиваль м το κινηματογραφικό φεστιβάλ \кино фильм см. кино 3 \кинохроника ж τα επίκαιρα* * *с1) η κινηματογραφία2) ( помещение) ο κινηματογράφος, το σινεμά3) ( картина) η κινηματογραφική ταινία, το φιλμ -
3 последний
последний в разн. знач. τελευταίος* τελικός (окончательный)· в \последний раз για τελευταία φορά* в \последнийее время τελευταία· кто \последний? ποιος είναι ο τελευταίος; \последнийие известия τα επίκαιρα* * *в разн. знач.τελευταίος; τελικός ( окончательный)в после́дний раз — για τελευταία φορά
в после́днее вре́мя — τελευταία
кто после́дний? — ποιος είναι ο τελευταίος
после́дние изве́стия — τα επίκαιρα
-
4 хроника
хроника ж 1) (в прессе) τα χρονικά 2) (фильм ) τα επίκαιρα* * *ж1) ( в прессе) τα χρονικά2) ( фильм) τα επίκαιρα -
5 киноаппарат
η κινηματογραφική μηχανή λήψης- звезда ο κινηματογραφικός αστέρας, ο/η σταρ- хроника τα κινηματογραφικά επίκαιρα, η κινηματογραφική επικαιρότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > киноаппарат
-
6 хроника
1. (ист., литер.) τα χρονικά (πλ.) 2. (в газете, журнале) το χρονογράφημα 3. (документальный фильм) τα επίκαιρα (πλ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хроника
-
7 киножурнал
мτα επίκαιρα -
8 кинохроника
жτα επίκαιρα -
9 фотокорреспондент
фотокорреспондент м о φωτορεπόρτερ \фотокорреспондент плёнка ж το φιλμ, η ταινία \фотокорреспондент репортаж м το φωτορεπορτάζ \фотокорреспондент хроника ж τα φωτογραφικά επίκαιρα* * *мο φωτορεπόρτερ -
10 фотохроника
жτα φωτογραφικά επίκαιρα -
11 киножурнал
кино||журналм τά κινηματογραφικά ἐπίκαιρα, τό κινηματογραφικό ζουρνάλ. -
12 кинохроника
кино||хроникаж τά κινηματογραφικά ἐπίκαιρα, τό ζουρνάλ. -
13 хроникальный
хроник||альныйприл τῶν ἐπικαίρων:\хроникальныйальный фильм τά ἐπίκαιρα. -
14 вовремя
επίρ.έγκαιρα, σύγκαιρα, επίκαιρα, στην ώρα•он пришел вовремя αυτός ήρθε έγκαιρα.
-
15 заблаговременно
επίρ.επίκαιρα, έγκαιρα•предупредить заблаговременно προειδοποιώ έγκαιρα.
-
16 кстати
επίρ.1. ακριβώς στην ώρα, πάνω στην ώρα, στη στιγμή• απούντο, απροπό, επίκαιρα.2. με την ευκαιρία• μια και καλή• ταυτόχρονα, συνάμα, μαζί.(παρνθ. λ.) εδώ που τα λέμε, μια που τό φέρε η κουβέντα, ομιλίας γενομένης.εκφρ.как нельзя кстати – κούπα, καπάκι (πολύ πετυχημένα).
См. также в других словарях:
επίκαιρα, κινηματογραφικά — Ταινίες μικρού μήκους που γυρίζονταν στο παρελθόν για να παρουσιάζουν περιοδικά ένα ή περισσότερα τρέχοντα γεγονότα και χρονικά (πολιτικά, αθλητικά, επιστημονικά, θρησκευτικά, κοσμικά κλπ.). Οι προβολές ταινιών επικαιρότητας άρχισαν ουσιαστικά με … Dictionary of Greek
ἐπίκαιρα — ἐπίκαιρος in fit time neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'πίκαιρα — ἐπίκαιρα , ἐπίκαιρος in fit time neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εικονογραφία — Η τυπική απεικόνιση στα έργα τέχνης ιστορικών, μυθολογικών και θρησκευτικών προσώπων και θεμάτων με τα διακριτικά τους σύμβολα ή γνωρίσματα, όπως έχουν καθοριστεί από την παράδοση και το δόγμα. Για παράδειγμα, ένας αετός ή ένας επιβλητικός ώριμος … Dictionary of Greek
επίκαιρος — η, ο (AM ἐπίκαιρος, ον) 1. αυτός που γίνεται σε κατάλληλο χρόνο, έγκαιρος («επίκαιρη συζήτηση») 2. (για τόπο) αυτός που έχει μεγάλη σημασία, ο σπουδαίος, ο σημαντικός για κάποιο σκοπό («επίκαιρα σημεία») νεοελλ. 1. (για ενέργεια) καίριος,… … Dictionary of Greek
καίριος — α, ο (AM καίριος, ία, ον) [καιρός] 1. αυτός που γίνεται στην κατάλληλη στιγμή, επίκαιρος, εύστοχος, αποτελεσματικός («καίρια επέμβαση») 2. (για πληγή) επικίνδυνος, θανατηφόρος, θανάσιμος 3. το ουδ. ως ουσ. το καίριο(ν) μέρος ή όργανο τού σώματος… … Dictionary of Greek
John Markopoulos — (1951 2004) was a Greek businessman. He was majority shareholder of Proton Bank.LifeWith studies at the University of Thessalonica and graduate studies (MBA) at the INSEAD University in Fontainebleau, France he has worked as a financial analyst… … Wikipedia
Hélène Vlachou — (en grec moderne : Ελένη Βλάχου / Eleni Vlachou) est née le 18 décembre 1911 à Athènes, en Grèce, et est décédée le 14 octobre 1995. C est une journaliste, une chroniqueuse et une femme politique grecque. Un prix Hélène Vlachou du… … Wikipédia en Français
Камперос, Димитриос — Димитриос Камперос греч. Δημήτριος Καμπέρος Дата рождения 1883 год(1883) Дата смерти 19 … Википедия
Теодосиу, Зафиракис — Зафириос (Зафиракис) Теодосиу Логотетис (греч. Ζαφειράκης Θεοδοσίου Λογοθέτης Науса 1772 год Науса 22 апреля 1822 год), старейшина греческого города Науса (Иматия), Центральная Македония, один из руководителей восстания в регионе в годы… … Википедия
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek